- γυμνασιαρχίας
- γυμνασιαρχίᾱς , γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarchfem acc plγυμνασιαρχίᾱς , γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarchfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.